αεροφύσημα

αεροφύσημα
και αγεροφύσημα, το
φύσημα, η πνοή τού αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φύσημα < φυσώ
η λ. πλάστηκε από τον Ιούλιο Τυπάλδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροφύσημα — το, ατος φύσημα αέρα: Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”